Περιγραφή
Η Άνοιξη τη φίλησε γλυκά μέσα στο στόμα κι εκείνη ξύπνησε με μιας, θαρρείς σαν από κώμα.Ξυπόλητη ξεκίνησε να περπατά στ’ αγκάθια σε κάθε βήμα μια κραυγή, χαρά, πόνος και δάκρυα.Τον δρόμο δεν τον γνώριζε, μα ήθελε να ξεφύγει απ’ του αφέντη τη θηλιά που το κορμί της σφίγγει.Τα μονοπάτια σκοτεινά, τα ρούχα της σκισμένα, μα τα όνειρά της σαν πουλιά στα δέντρα καθισμένα